πρόσω

πρόσω
πρόσω, [dialect] Ep., [dialect] Ion., Pi., Trag. (but
A f.l. for πρὸ ἕω in Th.4.103); poet. [full] πρόσσω; also [full] πόρσω, Pi., Trag.; later [dialect] Att. [full] πόρρω Pl., X., Com., Oratt. (πρόσω should be restored in S.Fr.858.3 and πόρσω in E.Rh.482): Th. never uses the word.—Regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. προσωτέρω, πορρωτέρω, προσωτάτω, πορρωτάτω, v. προσωτέρω: poet. [comp] Comp.

πόρσιον Pi.O.1.114

: [comp] Sup.

πόρσιστα Id.N.9.29

. Adv.: ([etym.] πρό).
A abs.:
I of Place, generally with a notion of motion, forwards, onwards, π. ἄγειν, φέρειν, Il.18.388, Od.9.542, etc.; [

δοῦρα] ὄρμενα πρόσσω Il.11.572

; ἵπποι πρόσσω μεμαυῖαι ib.615;

πρόσω ἵεσθε 12.274

, etc.;

π. πᾶς πέτεται 16.265

; π. κατέκυψε ib.611;

π. ἀΐξας 17.734

; π. τετραμμένος αἰεί ib.598;

νέμεσθαι π. Hdt.3.133

; παραγγεῖλαι, πέμψαι π., A.Ag.294,853; βῆναι, ἕρπειν π., S.Tr.195, 547; μὴ πόρσω φωνεῖν speak no further, Id.El.213 (lyr.);

μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114

: with Art.,

πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Hdt.7.30

, cf. 9.57; also ἰέναι τοῦ π. X.An.1.3.1;

ἤϊε αἰεὶ ἐς τὸ π. Hdt.3.25

.
II of Distance, far off,

παπταίνειν τὰ πόρσω Pi.P.3.22

;

ἐγγὺς παρεστὼς καὶ πρόσω δ' ἀποστατῶν A.Eu.65

;

ὡς ἀπ' ὀμμάτων, πρόσω S.OC15

; πρόσω λεύσσειν to see at a distance, Id.Fr.858.3;

πόρρω ποι ἀπεσκοποῦμεν Pl.R.432e

;

ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς E.Ph.596

;

ἡ δέ γ' Εὔβοια . . παρατέταται μακρὰ πόρρω πάνυ Ar.Nu.212

;

εἴτ' ἐγγύς, εἴτε πόρρω Pl. Prt.356e

;

πόρρω που ἐκτὸς ὄντι Id.R.499c

, etc.; πόρρω ποιεῖν τι leave at a distance, Anaxil.22.18
, cf. Herod.6.90 (dub.);

πάνυ π. γενέσθαι X.Cyr.4.3.16

; τὰ σκέλη κινεῖν ταχὺ καὶ π., of a runner, Arist.Rh. 1361b24;

οἱ πόρρω βάρβαροι Id.EN1149a11

.
2 too far, καὶ νῦν ἴσως πόρρω ἀποτενοῦμεν [τὸν λόγον] Pl.Grg.458b;

οὐ πόρρω ἐθελήσαιμ' ἂν πιεῖν Id.Smp.176d

.
3 in front,

τὰ π. μέρη Gal.16.680

, cf. 15.141, 18(2).265.
III of Time, forward, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, v. ὀπίσω 11;

χρόνος . . ἰὼν πόρσω Pi.O.10(11).55

; of continuance, A. Eu.747; hereafter, Pi.P.3.111; ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as late as possible,
Id.N.9.29; ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης far spent, Aeschin.3.122; μέχρι πόρρω till late, Arist.HA581a26.
B c. gen.:
I of Place, further into,

π. τοῦ ποταμοῦ προβαίνειν X.An.4.3.28

, cf. Hp.Mul.1.2: esp. metaph., προβήσεσθαι πόρρω μοχθηρίας will go far in wickedness, X.Ap.30; π. ἀρετῆς ἀνήκειν to have reached a high point of virtue, Hdt.7.237
;

οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις Pl.Euthd.294e

;

πόρρω σοφίας ἐλαύνειν Id.Euthphr.4b

, cf. Grg.486a, Cra.410e, Ly.204b; π. τέχνης a past master, Ar. V.192 (v. infr. 11);

π. πάνυ ἐλάσαι τῆς πλεονεξίας X.Cyr.1.6.39

: also with Art.,

προβήσομαι ἐς τὸ π. τοῦ λόγου Hdt.1.5

;

ἐς τὸ π. οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων Id.3.56

; ἐς τὸ π. μεγάθεος τιμῶνται are honoured to a high point of greatness, i.e. very greatly, ib. 154.
II of Distance, far from,

οὐ π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.5.13

;

οὐ π. Σπάρτης πόλις E.Andr.733

;

στάντες οὐ πόρρω τῶν βωμῶν Pl.Lg.800d

, cf. X.An.3.2.22, etc.: metaph.,

π. δικαίων A.Eu.414

; πόρρω τέχνης,= οὐκ ἀπὸ τέχνης, i. e. φύσει, Ar.V.192 (acc. to Sch., sed v. supr. B. 1);

π. τοῦ χειρίσματος Hp.Art.11

;

οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Pl.Phdr.238d

; πόρρω που τῶν ἐμαυτῷ πεπολιτευμένων far below them,
D.18.299;

πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Pl.Phd.96e

;

πόρρω τῶν πραγμάτων Isoc.4.16

;

πόρρω τοῦ διαφθείρειν Id.15.240

;

πόρρω λίαν τῆς ὑποθέσεως ἀποπλανηθῆναι Id.7.77

; π. σαρκός very far (i. e. different) from, Arist.HA504b11, cf. Pl.R.581e: also folld. by

ἀπό, ἐξαναχωρέειν π. ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.4.196

;

πάνυ πόρρω ἀπὸ τῆς θαλάσσης Antipho 5.27

;

ἀπὸ τοῦ τείχους X.Cyr.5.4.49

; also οὕτω πόρρω εἶ περὶ τοῦ δικαίου so far out in your notions of right, Pl.R. 343c.
III of Time, ὡς πρόσω ἦν τῆς νυκτός far into the night, Hdt.2.121.

δ; ὡς π. τῆς νυκτὸς προελήλατο Id.9.44

;

διαλέγεσθαι πόρρω τῶν νυκτῶν Pl.Smp.217d

;

λίαν π. ἔδοξε τῶν νυκτῶν εἶναι Id.Prt.310c

;

ἐκάθευδον μέχρι π. τῆς ἡμέρας X.HG7.2.19

;

βιότου πόρσω E.Alc.910

(lyr.);

π. ἤδη ἐστὶ τοῦ βίου, θανάτου δὲ ἐγγύς Pl.Ap.38c

;

ὀψὲ καὶ π. τῆς ἡλικίας Plu.Dem.2

.
2 οὐ π. ἑπτὰ ἡμερέων not longer than . . , Hp.Epid.4.38.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόσω — forwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… …   Dictionary of Greek

  • πορρωτέρω — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορρώτατα — πρόσω forwards irreg̱superl indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορρώτερον — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωτάτω — πρόσω forwards irreg̱superl indeclform (adverb) προσωτέρω further on irreg̱superl indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωτέρω — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) προσωτέρω further on irreg̱comp indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρρω — πρόσω forwards attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρσιον — πρόσω forwards irreg̱comp poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρσιστα — πρόσω forwards irreg̱superl poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρσω — πρόσω forwards attic doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”